- απογυιώ
- ἀπογυιῶ (-όω) (Α) [γυιώ]εξασθενίζω κάποιον, τον καθιστώ παράλυτο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀπογυιῶ — ἀπογυιόω enfeeble pres subj act 1st sg ἀπογυιόω enfeeble pres ind act 1st sg ἀπογυιόω enfeeble pres subj act 1st sg ἀπογυιόω enfeeble pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γυιώ — γυιῶ ( όω) (Α) 1. καθιστώ κάποιον ανάπηρο 2. εξασθενώ, βλάπτω. [ΕΤΥΜΟΛ. < γυῑον ή, κατ άλλους, < (σύνθ.) απογυιώ («εξασθενώ, αδυνατίζω»)] … Dictionary of Greek